ἀβακής

ἀβακής
ἀβακής
Grammatical information: only acc. sg. (Aeol.)
Meaning: ἀβάκην φρένα (Sapph.) `ἡσύχιον καὶ πρᾳ̃ον' (EM).
Derivatives: ἀβάκησαν δ 249 `ἡσύχασαν' (?) and ἀβακιζόμενος `be quiet'. Further ἀβακήμων ἄλαλος, ἀσύνετος H., and ἀβάκητος: ἀνεπίφθονος Η. Cf. Schwyzer 522 : 2, Chantr. Form. 173.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: To βάζω (βέβακται, βάξις) `to speak'?
Page in Frisk: 1,3

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αβακής — ἀβακής ές (Α) (αιολ. αιτ. ἀβάκην) συνήθως ερμηνεύεται: ήρεμος, ήσυχος, πράος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. < ἀ στερητ. + βάζω (= ομιλώ), οπότε ἀβακής = άλαλος, άφωνος (πρβλ. Ησύχ.)] …   Dictionary of Greek

  • ἀβακής — speechless masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβακέως — ἀβακής speechless adverbial (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αβάκα — Φυτό της οικογένειας των μουσιδών, ιθαγενές των Φιλιππίνων. Η επιστημονική ονομασία του είναι μούσα η κλωστική. Έχει μεγάλη σημασία για τη βιομηχανία, γιατί από τον κολεό των φύλλων του βγαίνει η λεγόμενη κάνναβις της Μανίλας, κλωστικό υλικό… …   Dictionary of Greek

  • αβακέω — ἀβακέω (Α) [ἀβακής] (μόνο στον αόρ.) συνήθως ερμηνεύεται: δεν δίνω προσοχή …   Dictionary of Greek

  • ἀβακίων — ἀβάκιον slabs neut gen pl ἀβακής speechless masc/fem/neut gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”